ὁδηγῶν

ὁδηγῶν
ὁδηγέω
lead
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ὁδηγός
guide
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Girl Guides Association of Cyprus — The Girl Guides Association of Cyprus (Σώμα Κυπρίων Οδηγών) is the national Guiding association of Cyprus. Guiding in Cyprus started in 1912 and became a member of the World Association of Girl Guides and Girl Scouts (WAGGGS) in 1962. The… …   Wikipedia

  • водити — ВО|ДИТИ (132), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Водить, идти во главе: ѡ(т)иде ѡ(т)тоудоу вод˫а съ собою и два оученика прп(д)бнаго (ἄγων) ЖФСт XII, 129 об.; изведе люд изъ ѥюпта. и по семь водѩше въ поустыни лѣ(т) •м҃• КН 1280, 568г; слѣпъ слѣпа водѩ оба в ровъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Minuscule 634 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 634 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 1394 Script Greek …   Wikipedia

  • αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”